επιτροπεύσιμος, -η

επιτροπεύσιμος, -η
-ο που μπορεί να επιτροπευτεί, που είναι ανάγκη ή αξίζει να επιτροπεύεται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιτροπεύσιμος — η, ο (Α ἐπιτροπεύσιμος, ον) [επιτροπεύω] αυτός που χρειάζεται να επιτροπευθεί, που έχει ανάγκη επιτροπείας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”